διήμερον

διήμερον
διήμερον
period of twenty-four hours
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διημέρῳ — διήμερον period of twenty four hours neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • διήμερος — η, ο (AM διήμερος, ον) 1. αυτός που διαρκεί δύο μέρες 2. αυτός που έχει ηλικία δύο ημερών νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το διήμερο διάστημα δύο ημερονυκτίων αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. το διήμερον χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από είκοσι τέσσερεις ώρες 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”